- ἄσαρκα
- ἄσαρκοςwithout fleshneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άσαρκος — (I) η, ο (AM ἄσαρκος, ον) 1. αυτός που δεν έχει πολλές σάρκες, ο ισχνός 2. εκείνος που δεν έχει σάρκες («ἄσαρκα ὀστᾱ» «ἄσαρκος τέττιξ») αρχ. 1. (για τροφή ή δίαιτα) όποιος δεν περιέχει κρέας 2. ο μη σαρκικός, ο πνευματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ.… … Dictionary of Greek
ανίσχιος — ἀνίσχιος, ον (Α) (για πουλιά) αυτός που έχει άσαρκα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ισχιος < ισχίον «η κοιλότητα που υποδέχεται την κεφαλή του μηρού, η κοτύλη»] … Dictionary of Greek